Κύπρονδε

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Middle Liddell

to Cyprus, Il. (from Κύπρος).

French (Bailly abrégé)

adv.
à Chypre avec mouv.
Étymologie: Κύπρος, -δε.

German (Pape)

nach Κύπρος, Il. 11.21.

Russian (Dvoretsky)

Κύπρονδε: (ῠ) adv. на Кипр, до Кипра Hom.

Greek (Liddell-Scott)

Κύπρονδε: Ἐπίρρ., εἰς Κύπρον, Ἰλ. Λ. 21.

Greek Monolingual

Κύπρονδε (Α)
επίρρ. στην Κύπρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύπρος + -δε, εγκλιτικό δεικτικό μόριο που δηλώνει την εις τόπο κίνηση].

Greek Monotonic

Κύπρονδε: επίρρ., στην Κύπρο, σε Ομήρ. Ιλ.