Λυσιτανοί

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source

French (Bailly abrégé)

ῶν (οἱ) :
les Lusitaniens.
Étymologie: v. Λυσιτανία.