Μάγνησσα

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

French (Bailly abrégé)

ης;
adj. f;
c.
Μαγνήσιος.
Étymologie: v. Μάγνης.

Russian (Dvoretsky)

Μάγνησσα: adj. f Theocr. = Μαγνῆτις.