Μαντινικός
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Mantinée ; ἡ Μαντινική (γῆ) le territoire de Mantinée.
Étymologie: Μαντίνεια.
Russian (Dvoretsky)
Μαντῐνικός: мантинейский Plat.