Νηρηίδα

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

Greek Monolingual

η (Α Νηρηΐς και Νηρεΐς και συνηρ. τ. Νηρής)
συν. στον πληθ. οι Νηρηίδες
μυθ. οι πενήντα, ή κατ' άλλους εκατό, κόρες του Νηρέως και της Δωρίδος, νύμφες που κατά τη μυθολογική παράδοση κατοικούσαν στα βάθη της θάλασσας, ήταν ωραίες και αθάνατες και βοηθούσαν τους ναυτικούς γαληνεύοντας τη θάλασσα
νεοελλ.
1. (ως προσηγορικό) νύμφη τών υδάτων, νεράιδα
2. μτφ. πολύ ωραία γυναίκα, λυγερή κοπέλα
αρχ.
(στον εν.) Νηρηΐς
α) τίτλος έργου του Αναξανδρίδου
β) τίτλος έργου του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. Νηρεύς.