Νιόβα
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (Slater)
Νιόβα (?) test., [Plut.], περὶ μουσικῆς § 15, 1136C: Πίνδαρος ἐν παιᾶσιν ἐπὶ τοῖς Νιόβης γάμοις φησὶ Λύδιον ἁρμονίαν πρῶτον διδαχθῆναι Schr. fr. 64, quod ad Πα. 13 pertinere censuit Snell. Aelian., V. H. 12. 36, εἴκοσι (sc. Νιόβης παῖδάς φησι) Πίνδαρος Schr. fr. 64, quod ad Πα. 13 revocavit Snell.
Russian (Dvoretsky)
Νιόβα: ἡ дор. = Νιόβη.