Παρνασίς

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
c. Παρνάσιος.

Greek Monolingual

ἡ, Α
παρνασιάς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Παρνασ(σ)ός + κατάλ. -ίς (πρβλ. Παγασίς)].

Russian (Dvoretsky)

Παρνᾱσίς: ион. Παρνησίς, ίδος (ῐδ) Pind., Aesch. = Παρνασιάς.