Παρνάσιος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
v. sub Παρνασός.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
du Parnasse.
Étymologie: Παρνασός.
Russian (Dvoretsky)
Παρνάσιος: и 2 (νᾱ) парнасский Pind., Soph., Eur.
Middle Liddell
Parnassian, Pind.; fem. Παρνᾱσιάς, άδος, ionic Παρνησιάς, Eur.; also Παρνησίς, ίδος, Aesch.