Σειρήνιος

From LSJ

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source

German (Pape)

[Seite 868] sirenenhaft; übertr., verstrickend, bezaubernd, Heliod. 5, 1.