Σκυρόθεν

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

French (Bailly abrégé)

adv.
de Skyros.
Étymologie: Σκῦρος, -θεν.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από την Σκύρο («ὡς ἂν μοι τὸν παῖδα θοῇ ἐνὶ νηὶ μελαίνῃ Σκυρόθεν ἐξαγάγοις», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σκῦρος + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν)].

Russian (Dvoretsky)

Σκῡρόθεν: adv. из Скироса Hom.