Σμυρναίος

From LSJ

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Σμυρναία / Σμυρναῖος, θηλ. Σμυρναία, ΝΜΑ
ο κάτοικος της Σμύρνης ή αυτός που κατάγεται από τη Σμύρνη, αλλ. Σμυρνιός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σμύρνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. Ρωμαίος)].