Στρατονίκεια
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
[ῑ], τά, festival in honour of Stratonice, Inscr.Délos 320 B 58 (iii B.C.).
Russian (Dvoretsky)
Στρατονίκεια: ἡ Стратоникия (город в Карии) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
Στρατονίκεια: τά, πανήγυρις ἢ ἀγῶνες εἰς τιμὴν τῆς Βασιλίσσης Στρατονίκης, Ἐπιγρ. Δήλου Bull. derxxor. hell. VI, σ. 144.
Greek Monolingual
τὰ, Α Στρατονίκη
(στη Μικρά Ασία) γιορτή προς τιμή της βασίλισσας Στρατονίκης.