Τρώϊος
From LSJ
Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund
English (LSJ)
η, ον,
A of Tros, οἷοι Τρώϊοι ἵπποι Il.5.222; ἵππους δὲ Τρῳοὺς ὕπαγε ζυγόν 23.291 (here oxyt. acc. to Hdn.Gr.2.122).
II Trojan, Il.13.262:—cf. Τρώς, Τρωϊκός.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Troie, troyen ; οἱ Τρώϊοι les Troyens.
Étymologie: Τρώς.
English (Slater)
Τρώϊος
1 of Troy Τρώιον ἂμ πεδίον (Boeckh: Τρώων codd.) fr. 172. 4.
Greek Monotonic
Τρώϊος: -η, -ον, συνηρ. Τρῳός,
I. αυτός που ανήκει στον Τρώα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Τρωικός, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
Τρώϊος:
I стяж. Τρῷος и Τρωός 3 троянский Hom.
II стяж. Τρῷος и Τρωός ὁ троянец Hom.