Χαιρεκράτης

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source

French (Bailly abrégé)

ους (ὁ) :
Chærécrate, frère de Chæréphon¹ (Χαιρεφῶν).
Étymologie: χαίρω, κράτος.