άβροτος

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

ἄβροτος, -ον και -η, -ον (Α)
1. αθάνατος, θεϊκός, ιερός
2. ο χωρίς ανθρώπους, έρημος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + βροτός.