άβροτος

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source

Greek Monolingual

ἄβροτος, -ον και -η, -ον (Α)
1. αθάνατος, θεϊκός, ιερός
2. ο χωρίς ανθρώπους, έρημος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + βροτός.