ἄβροτος

From LSJ

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄβροτος Medium diacritics: ἄβροτος Low diacritics: άβροτος Capitals: ΑΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: ábrotos Transliteration B: abrotos Transliteration C: avrotos Beta Code: a)/brotos

English (LSJ)

ἄβροτον, also η, ον,
A = ἄμβροτος (q.v.), holy, in Hom. only once, νὺξ ἀβρότη Il.14.78; ἀβρότη alone = νύξ, Eust.ad loc.
II without men, deserted of men, ἄβροτον εἰς ἐρημίαν v.l. for ἄβατον A.Pr.2, as quoted by Sch.Ven.Il.14.78.

Spanish (DGE)

-η, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον A.Pr.2]
deshabitado, solitario de la noche νὺξ ἀβρότη Il.14.78, cf. ἀβρότη, ἐν ᾗ βροτοὶ οὐ φοιτῶσιν Sch.Er.ad loc., cf. S.Fr.269c.20, ἄβροτον εἰς ἐρημίαν A.l.c.
• Etimología: Deriv. directamente de ἀ-βροτός, no de *ἀ-μρτός.
-ον inanimado, irracional Sud.

German (Pape)

[Seite 5] poet. Nebenf. von ἄμβροτος, Hom. einmal, Iliad. 14, 78 νὺξ ἀβρότη, die göttliche, heilige Nacht, wie ἀμβροσία νύξ; Aristarch erklärte nach Aristonicus Scholl. ἤτοι κατὰ παράλειψιν τοῦ μ ἀντὶ τοῦ ἀμβρότη, οἷον ἀθάνατος· ἢ ἀβρότη καθ' ἣν βροτοὶ οὐ φοιτῶσιν. Vgl. Buttmann Lexil. 1, 134; – ἄβροτα ἔπη Soph. Ant. 1121, heilige Lieder; – ἄβροτος ἐρημία, die menschenleere Oede, Aesch. Prom. 2 v.l. für ἄβατος, VLL. durch ἀπάνθρωπος erkl.; ὄγκος M. Arg. 20 (VI, 201) sehr zw.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
1 immortel, divin, sacré : νὺξ ἀβρότη la nuit sacrée;
2 où il n'y a pas d'hommes, désert.
Étymologie: , βροτός.

Russian (Dvoretsky)

ἄβροτος: или1 бессмертный, священный, божественный (νύξ Hom.; ἔπη Soph.);
2 безлюдный (ἐρημία Aesch. - v.l. ἄβατος).

Greek (Liddell-Scott)

ἄβροτος: -ον, ὡσαύτ. η, ον = ἄμβροτος, ἀμβρόσιος, ἀθάνατος, θεῖος, παρὰ τῶν θεῶν πεμφθεὶς ἢ ἱερὸς αὐτοῖς, ἱερός. Παρ’ Ὁμ μόνον ἅπαξ, νὺξ ἀβρότη, Ἰλ. Ξ, 78· ἢ ἱερὰ Νύξ, ὡς θεότης (κατὰ τὰ νὺξ ἄμβροτος, ἀμβροσίη, δαιμονίη, ἱερὸν κνέφας, ἱερὸν ἦμαρ), ἢ ― μηδέποτε τελευτῶσα (ὡς ἄφθιτος ἠώς)· ἔπη ἄβροτα = ἱεροὶ ὕμνοι, Σοφ. Ἀντ. 1134, ἔνθα ἴδ. Musgr. Ὁ Jebb ἐν τῇ Ἀντιγόνῃ αὑτοῦ διατηρεῖ τὴν γραφὴν τῶν χειρογράφων, «ἀμβρότων ἐπέων». ― Πρβλ. ἄμβροτος, ἀμβροσία καὶ Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ. II. = ἄνευ ἀνδρῶν, ἔρημος ἀνδρῶν· ἄβροτος ἐρημία Αἰσχύλ. Πρ. 2, ἔνθα ἡ γραφὴ τοῦ χειρογράφου ἄβατον διωρθώθη ἐκ τῶν Ἑνετ. Σχολ. Ἰλ. Ξ, 78.

English (Autenrieth)

(=ἄμβροτος): divine, νὺξ ἀβρότη, Il. 14.78.†

Greek Monotonic

ἄβροτος: -ον και -η, -ον,
I. αιώνιος, αθάνατος, θεϊκός, ιερός· νὺξ ἀβρότη, σημαίνει είτε ιερή Νύχτα, ως θεότητα (όπως ἱερὸνκνέφας, ἱερὸν ἦμαρ), είτε αυτή που δεν αποτυγχάνει ή τελειώνει, που δεν φθίνει (όπως ἄφθιτος ἠώς), σε Ομήρ. Ιλ.· ἔπη ἄβροτα, ιεροί ύμνοι, σε Σοφ.
II. αυτός που δεν έχει τη συντροφιά ανθρώπων, μοναχικός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

I. immortal, divine, holy, νὺξ ἀβρότη, either holy Night, as a divinity, (like ἱερὸν κνέφας, ἱερὸν ἦμαρ), or never failing (like ἄφθιτος ἠώς), Il.; ἔπη ἄβροτα holy hymns, Soph.
II. without men, solitary, Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=ἀθάνατος). Ἀπό τό α στερητ. + βροτός. Τό βροτός ἀπό τό βιβρώσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

immortal

Arabic: خَالِد‎; Armenian: անմահ, անմեռ, անմեռական; Asturian: inmortal; Azerbaijani: ölməz; Belarusian: бессмяротны; Bulgarian: безсмъ́ртен; Catalan: immortal; Chinese Mandarin: 不朽的; Czech: nesmrtelný; Danish: udødelig; Dutch: onsterfelijk, ondoodbaar; Esperanto: senmorta; Estonian: surematu; Finnish: kuolematon; French: immortel; Galician: inmortal; Georgian: უკვდავი; German: unsterblich; Greek: αθάνατος; Ancient Greek: ἄβροτος, ἀειγενέτης, ἀείζων, ἀείζωος, ἀείζως, ἀειθαλής, ἀθάνατος, ἀθανής, αἰειγενέτης, αἰειγενής, αἰωνόβιος, ἀμβρόσιος, ἄμβροτος, ἄπθιτος, ἄφθαρτος, ἄφθιτος, δαρόβιος, δηρόβιος, δολιχαίων, μακραίων; Hindi: अमर; Hungarian: halhatatlan; Icelandic: ódauðlegur; Indonesian: kekal, abadi; Irish: neamhbhásmhar, buan, síoraí, bithbheo; Italian: immortale; Japanese: 不滅の, 死なない, 潰れない; Kazakh: өлімсіз, өлмес; Korean: 불사하다; Kumyk: оьлюмсюз; Kurdish Central Kurdish: نەمر‎; Northern Kurdish: nemir, hersax, herheyî; Kyrgyz: өлбөс, өлүмсүз; Latin: immortalis, aeternus; Macedonian: бесмртен; Manx: neuvarvaanagh, neuvaasoil; Maori: mutungakore; Middle English: undedly; Norwegian: udødelig; Occitan: immortal; Old English: undēadlīċ; Persian: نامیرا‎; Plautdietsch: onstoaflich; Polish: nieśmiertelny; Portuguese: imortal; Romanian: nemuritor, imortal; Russian: бессмертный; Sanskrit: अमृत; Serbo-Croatian Cyrillic: бѐсмртан; Roman: bèsmrtan; Slovak: nesmrteľný; Slovene: nesmrten; Spanish: inmortal; Swedish: odödlig; Tocharian A: onkrac; Tocharian B: oṅkrotte; Turkish: ölümsüz; Ukrainian: безсмертний; Uzbek: oʻlmas; Vietnamese: bất tử