άγαλος

From LSJ

οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked

Source

Greek Monolingual

-η, -ο γάλα
1. αυτός που δεν παρέχει αρκετό γάλα, αγάλακτος
2. (για εποχές) αυτή που δεν ευνοεί τη γαλακτοτροφία.