άδηλος
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄδηλος -ον)
1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος
2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός
3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8)
αρχ.
1. απαρατήρητος, αόρατος, άγνωστος, άσημος
2. φρ. «ἄδηλοι θάνατοι», φόνοι που προκλήθηκαν από άγνωστο χέρι «ἄδηλόν ἐστι εἰ... ὅτι...», είναι αμφίβολο αν..., αβέβαιο ότι...
«εἰς τά ἄδηλα», σε αντίθ. προς τη φρ. «ἐν τῷ φανερῷ»
«ἐπ' ἀδήλοις», στην τύχη
3. επίρρ. ἀδήλως
κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + δῆλος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδηλία, ἀδηλότης, ἀδηλῶ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀδηλόφλεβος μσν. ἀδηλοποιός.