άδενδρος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

και άδεντρος, -η, -ο (Α ἄδενδρος, -ον) δένδρο
1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει δέντρα
2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ιδιόκτητα δένδρα
3. μτφ. αυτός που δεν έχει παιδιά, απογόνους
4. (για χωράφια) ο μη κατάλληλος για δενδροφύτευση.