άδενδρος

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326

Greek Monolingual

και άδεντρος, -η, -ο (Α ἄδενδρος, -ον) δένδρο
1. (για τόπο) αυτός που δεν έχει δέντρα
2. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει ιδιόκτητα δένδρα
3. μτφ. αυτός που δεν έχει παιδιά, απογόνους
4. (για χωράφια) ο μη κατάλληλος για δενδροφύτευση.