ἄδωρος
English (LSJ)
ἄδωρον,
A taking no gifts, incorruptible, c. gen., ἀδωρότατος χρημάτων Th.2.65. Adv. ἀδώρως Poll.8.11: Sup., D.C.72.10.
b receiving no gifts, Max. Tyr.11.8.
2 unpaid, πρέσβευσις IG7.2712 (Acraephia).
II giving no gifts, c. gen., ἄδωρος τινος not giving it, Pl.Smp. 197d; ἀδώροις ἐλαφαβολίαις by hunting from which no gifts were offered, S.Aj.177 (lyr.); miserly, Aret.SD1.5.
III ἄδωρα δῶρα = gifts that are no gifts, like βίος ἀβίωτος, S.Aj.665.
Spanish (DGE)
-ον
I no pagado con regalos, no agradecido de abstr. χάρις E.Fr.869, πρέσβευσις IG 7.2712.44 (Acrefia I d.C.).
II de pers.
1 privado de regalos Max.Tyr.5.8.
2 insobornable, incorruptible c. gen. ἀδωρότατος χρημάτων Th.2.65, cf. Anon.Gent.Ind.3.40, ὕπαρχοι Lib.Or.18.182
•neutr. como adv. ἀδωρότατα καὶ σωφρονέστατα διήγαγε D.C.72.10.1.
III que no da regalos, avaro ἀδώροις ... ἐλαφαβολίαις por unas cacerías de las que no has ofrecido primicias S.Ai.178, op. πολύδωροι Aret.SD 1.5.6
•c. gen. ἀ. δυσμενείας Pl.Smp.197d.
IV que no es regalo, infausto ἄδωρα δῶρα S.Ai.665, Luc.Merc.Cond.38.
V adv. ἀδώρως de manera íntegra Poll.8.11.
German (Pape)
[Seite 38] ohne Geschenk, a) kein Geschenk gebend, Plat. Conv. 197 d. – Gewöhnlicher b) kein Geschenk annehmend, unbestechlich, χρημάτων ἀδωρότατος Fhuc. 2, 65; Plut. Pericl. 15. – c) δῶρα ἄδωρα Soph. Ai. 650, Unglücksgaben, Geschenke, die in der Tat keine sind.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 incorruptible;
2 qui n'est pas un présent : ἄδωρα δῶρα SOPH présents qui n'en sont pas, présents funestes.
Étymologie: ἀ, δῶρον.
Russian (Dvoretsky)
ἄδωρος:
1 не одаряющий, в знач. отнимающий, лишающий: φιλόδωρος εύμενείας, ἄ. δυσμενείας Plat. (Эрот), одаряющий благожелательностью, устраняющий недоброжелательство;
2 не принимающий даров: χρημάτων ἀδωρότατος Thuc. совершенно неподкупный;
3 (о даре) роковой, пагубный: ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρά (ἐστιν) Soph. дары врагов пагубны.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδωρος: -ον, ἄνευ δώρων, μὴ λαμβάνων δῶρα, ἀδιάφθορος, μετὰ γεν. ἀδωρότατος χρημάτων, Θουκ. 2. 65: - Ἐπίρρ. ἀδώρως, Πολυδ. 8. 11. 2) ἄμισθος· πρέσβευσις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 25. ΙΙ. ὁ μὴ δίδων δῶρα· μ. γεν. ἄδ. τινος, μὴ δίδων αὐτὸ ὡς δῶρον, Πλάτ. Συμπ. 197D. - ἀδώροις ἐλαφηβολίαις, διὰ θήρας, ἀφ’ ἧς οὐδὲν δῶρον ἐδόθη, Σοφ. Αἴ. 178. ΙΙΙ. ἄδωρα δῶρα, = δῶρα τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ὄντως δῶρα, ὡς βίος ἀβίωτος, αὐτόθι 674· πρβλ. δύσδωρος.
Greek Monotonic
ἄδωρος: -ον (δῶρον),
I. αυτός που δεν δέχεται δώρα, αυτός που δεν λαμβάνει τίποτα ως δώρο, αδιάφθορος· με γεν., ἀδωρότατος χρημάτων, σε Θουκ.
II. αυτός που δεν δίδει δώρα· ἀδώροις ἐλαφηβολίαις, λέγεται για κυνήγι από το οποίο δεν προσφέρθηκε κανένα δώρο, σε Σοφ.
III. ἄδωρα δῶρα, δώρα που όμως δεν είναι δώρα, δώρον άδωρον, όπως το βίος ἀβίωτος, στον ίδ.
Middle Liddell
δῶρον
I. without gifts, taking none, incorruptible, c. gen., ἀδωρότατος χρημάτων Thuc.
II. giving no gifts, ἀδώροις ἐλαφηβολίαις by hunting from which no gifts were offered, Soph.
III. ἄδωρα δῶρα gifts that are no gifts, like βίος ἀβίωτος, Soph.
Lexicon Thucydideum
incorruptissimus, most incorruptible, 2.65.8, [Bekk. Anecd. Bekker Anecdota 346 ἀδώρητος]