άθερμος

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄθερμος, -ον)
ο δίχως θερμότητα, ο μη θερμός
νεοελλ.
1. αθέρμαστος
2. αθέρμιστος
3. το ουδ. ως ουσ. το άθερμο, αθέρμιστο λάδι, αγουρόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + θερμός < θέρμη.