άθερμος
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄθερμος, -ον)
ο δίχως θερμότητα, ο μη θερμός
νεοελλ.
1. αθέρμαστος
2. αθέρμιστος
3. το ουδ. ως ουσ. το άθερμο, αθέρμιστο λάδι, αγουρόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + θερμός < θέρμη.