πρόσθεση
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
Greek Monolingual
η / πρόσθεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίθεσις, Α προστίθημι
1. το να προστίθεται κάτι σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση (α. «η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», Πλάτ.
β) «αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν», Αριστοτ.)
2. μαθ. μία από τις τέσσερεις θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής, η συνένωση δύο ή περισσότερων αριθμών και τών μερών τους σε έναν μόνο αριθμό
3. γραμμ. η προσθήκη φθόγγου ή γράμματος στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος μιας λέξης
αρχ.
1. το να προστίθεται, να τοποθετείται κάτι πάνω ή δίπλα σε κάτι άλλο (α. «πρόσθεσις ναρθήκων», Ιππιατρ.
β. «κόμης προσθέσεις», Φιλόστρ.)
2. η προσκόληση («πρόσθεσις ζῳδίων», επιγρ.)
3. παροχή, χορήγηση τροφής, θρέψη
4. επαύξηση
5. επιδοκιμασία, συγκατάθεση
6. βοήθεια, αρωγή («πρόσθεσις τοῦ θεοῦ», Πολύαιν.)
7. μουσ. παύση δύο χρόνων
8. (λογ.) προσθήκη γνωρισμάτων, ιδιοτήτων για τον καθορισμό γενικής έννοιας.
Translations
addition
Arabic: جَمْع; Armenian: գումարում; Bashkir: ҡушыу; Belarusian: складанне; Breton: sammadur, sammadenn; Bulgarian: събиране; Catalan: addició; Cebuano: pagdugang, pagpuno; Chinese Mandarin: 加法, 添加; Czech: sčítání; Danish: addition; Dutch: optelling, sommatie, sommering; Estonian: liitmine; Finnish: yhteenlasku; French: addition; Galician: adición; Gallurese: addizione; Georgian: მიმატება, შეკრება, დაჯამება; German: Addition; Greek: πρόσθεση; Ancient Greek: ἄθροισις, ἅθροισις, πρόσθεσις, ποτίθεσις; Hebrew: חִיבּוּר / חִבּוּר; Hindi: जोड़; Hungarian: összeadás; Icelandic: samlagning; Indonesian: penambahan, penjumlahan; Ingrian: lissäämiin; Inuktitut: ᑲᑎᑎᕆᓂᖅ; Italian: addizione; Japanese: 足し算, 加法; Khmer: វិធីបូក; Korean: 더하기, 덧셈, 가산(加算); Kyrgyz: кошумчалоо; Latvian: saskaitīšana; Lithuanian: sudėtis, priedas; Luxembourgish: Additioun; Macedonian: собирање; Malay: penambahan, penjumlahan; Malayalam: സങ്കലനം, കൂട്ടൽ; Maltese: żied, għadd kollox; Maori: tāpiritanga; Mongolian Cyrillic: нэмэх үйлдэл; Mongolian: ᠨᠡᠮᠡᠬᠦ; ᠦᠶᠢᠯᠡᠳᠦᠯ; Norwegian Bokmål: addisjon, pluss; Occitan: addicion; Odia: ମିଶାଣ; Persian: جَمْع; Polish: dodawanie; Portuguese: adição; Romanian: adunare; Russian: сложение; Sardinian Campidanese: additzione; Logudorese: additzione; Sassarese: addizioni; Serbo-Croatian Cyrillic: сабирање; Roman: sabiranje; Slovak: sčítanie; Slovene: seštevanje; Spanish: suma, adición; Swedish: addition; Tagalog: palaragdagan; Tamil: கூட்டல்; Telugu: కూడిక; Thai: การบวก; Ukrainian: додавання; Vietnamese: phép cộng