άντωση

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291

Greek Monolingual

η (Α ἄντωσις, -σεως)
νεοελλ.
η δυναμική άνωση, η μία από τις δύο συνιστώσες (κάθετη προς τη διεύθυνση της κίνησης) της δύναμης που ασκείται πάνω σ' ένα σώμα το οποίο κινείται μέσα σ' ένα αέριο
αρχ.
η πίεση προς τα πίσω.