άξαφνος
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Greek Monolingual
-η, -ο άξαφνα
1. αιφνίδιος, απροσδόκητος, ξαφνικός, αναπάντεχος
2. το ουδ. ως ουσ. το άξαφνο
κάτι, συνήθως κακό, που γίνεται απροσδόκητα
(«άξαφνο να σούρθει» — κατάρα).