άορνος
From LSJ
ἄορνος, -ον κ. ἄορνις, -ι (Α) όρνις
1. ο χωρίς πτηνά
2. φρ. α) «ἄορνος λίμνη» — η λίμνη στην οποία δεν υπάρχουν πουλιά (Σοφοκλής)
β) «ἄορνα ὕψη» — τα ύψη στα οποία δεν μπορούν να φθάσουν τα πουλιά (Πλούταρχος)
γ) «άορνος πέτρα» — φρούριο παρά τον Ινδό ποταμό (Στράβων).