ἄορνος
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
English (LSJ)
ἄορνον, (ὄρνις) without birds, λίμνη S.Fr.748; ἄορνα ὕψη = heights no birds can reach, Plu.2.327c; ἄορνος λίμνη = lake Avernus, Arist.Mir.839a13; called ὁ Ἄορνος by Str.5.4.5; ἡ ἄορνος πέτρα, a hill-fort on the Indus, D.S. 17.85, Plu.2.181c.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene pájaros ὕψη ref. a Ἄορνος 2, Plu.2.327c.
German (Pape)
[Seite 273] (ὄρνις), ohne Vögel, wo Vögel nicht hinkommen, ὕψη, Bergeshöhen, Plut. Alex. fort. 1, 3; ἄκρα Luc. Hermot. 4; absolut, ἡ ἄορνος Dial. Mort. 14, 6, wo es Eigenname geworden, wie Arr. An. 4, 28 Curt. 8, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les oiseaux n'approchent pas.
Étymologie: ἀ, ὄρνις.
Russian (Dvoretsky)
ἄορνος: не посещаемый птицами, где не гнездятся птицы (ὔψη Plut.; ἄκρα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄορνος: -ον, (ὄρνις) ἄνευ πτηνῶν, λίμνη Σοφ. Ἀποσπ. 840· ἄορνα ὕψη, ὕψη τὰ ὁποῖα πτηνὰ δὲν δύνανται νὰ φθάσωσι, Πλούτ. 2. 327C: ― ἄορνος λίμνη, ἡ λίμνη Ἄορνος (Avernus) Ἀριστ. π. Θαυμ. 102. 1, καλουμένη ὁ Ἄορνος ὑπὸ Στράβ. 244: ἡ ἄορνος πέτρα, εἶναι φρούριον ἐπὶ κρημνοῦ παρὰ τῷ Ἰνδῷ, Διόδ. 17. 85, Πλούτ. 2. 181C. ― Ὁ Διον. Ἁλικ. ἐν 1151 ἔχει ἄορνις, ὁ, ἡ.
Greek Monolingual
ἄορνος, -ον κ. ἄορνις, -ι (Α) όρνις
1. ο χωρίς πτηνά
2. φρ. α) «ἄορνος λίμνη» — η λίμνη στην οποία δεν υπάρχουν πουλιά (Σοφοκλής)
β) «ἄορνα ὕψη» — τα ύψη στα οποία δεν μπορούν να φθάσουν τα πουλιά (Πλούταρχος)
γ) «άορνος πέτρα» — φρούριο παρά τον Ινδό ποταμό (Στράβων).
Greek Monotonic
ἄορνος: -ον (ὄρνις)·
I. αυτός που δεν έχει πουλιά, σε Σοφ.
II. Ἄορνος, ὁ, η λίμνη Άορνος, Λατ. Avernus, σε Στράβ.
Middle Liddell
ὄρνις
I. without birds, Soph.
II. Ἄορνος, ὁ, lake Avernus, Strab.