άρτημα

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source

Greek Monolingual

ἄρτημα, το (Α) αρτώ
1. το κρεμαστό στολίδι, το σκουλαρίκι
2. το σχοινί για ανάρτηση
3. η σημαδούρα
4. στον πληθ. οι σύνδεσμοι που συνδέουν κυρίως τα μέρη μιας άρθρωσης.