άστυλος

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄστυλος, -η, -ον) στύλος
αυτός που δεν έχει στύλους ή κολόνες.