ἄστυλος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄστῡλος Medium diacritics: ἄστυλος Low diacritics: άστυλος Capitals: ΑΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: ástylos Transliteration B: astylos Transliteration C: astylos Beta Code: a)/stulos

English (LSJ)

ἄστυλον, without pillar or prop, οἶκος AP7.648 (Leon.).

Spanish (DGE)

(ἄστῡλος) -ον sin columnas οἶκος AP 7.648 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 379] οἶκος, ohne Säulen, Leon. Tar. 64 (VII, 648); auch ἀστύλωτος, VLL.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans colonnes.
Étymologie: , στύλος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄστυλος, -η, -ον) στύλος
αυτός που δεν έχει στύλους ή κολόνες.

Greek Monotonic

ἄστῡλος: -ον, αυτός που δεν έχει στύλο ή υποστήριγμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστῡλος: не имеющий колонн (οἶκος Anth.).

Middle Liddell

without pillar or prop, Anth.