ἄστυλος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἄστυλον, without pillar or prop, οἶκος AP7.648 (Leon.).
Spanish (DGE)
(ἄστῡλος) -ον sin columnas οἶκος AP 7.648 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 379] οἶκος, ohne Säulen, Leon. Tar. 64 (VII, 648); auch ἀστύλωτος, VLL.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans colonnes.
Étymologie: ἀ, στύλος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄστυλος, -η, -ον) στύλος
αυτός που δεν έχει στύλους ή κολόνες.
Greek Monotonic
ἄστῡλος: -ον, αυτός που δεν έχει στύλο ή υποστήριγμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄστῡλος: не имеющий колонн (οἶκος Anth.).