Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άχορδος

From LSJ

μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοί → tell not my own dream to me, you are telling me what I know already

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄχορδος, -ον) χορδή
νεοελλ.
ο χωρίς χορδές
αρχ.
1. άμουσος, μη αρμονικός
2. φρ. «φόρμιγξ ἄχορδος» — το τόξο (φόρμιγγα χωρίς χορδές).