ἀχώρ

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source

German (Pape)

[Seite 420] ῶρος, ὁ, nach Arcad. p. 20 ἄχωρ zu schreiben, den accus. will Mein. II, 1120 ἄχορα schreiben, der in Ar. fr. B. A. 474 ἄχωρα lautet; Grind, Schorf, B. A. p. 6 οἱ μὲν τὸ ἐν τῇ κεφαλῇ πίτυρον· οἱ δὲ πιθανώτερον τὰ ἐν αὐτῇ ἑλκύδριατὰ κνησμόν τινα παρέχοντα; Medic.

Greek Monolingual

(-ορος και -ωρος), ο (Α ἄχωρ, -ορος και ἀχώρ, -ῶρος)
χρόνια μολυσματική μυκητίαση των τριχών, της επιδερμίδας, του τριχωτού δέρματος και των νυχιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα άχυρον, άχνη και ανάγεται σε αρχαίο θέμα σε -r / n, ενώ άλλοι τη συνέδεσαν με το Αχέρων. Βλ. και λ. ακ-].