μυκητίαση

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

η
1. (ιατρ. -κτην.) γενική ονομασία διαφόρων παρασιτικών νόσων που προκαλούνται από παθογόνους μικροσκοπικούς μύκητες και οι οποίες διακρίνονται σε επιπολής δερματικές, υποδόριες και εν τω βάθει
2. (φυτοπαθ.) ασθένεια τών φυτών που εκδηλώνεται με αποξήρανση ή τοπική ασθένεια η οποία προσβάλλει κυρίως τα φύλλα, μερικές φορές όμως και τα σπέρματα, τους κονδύλους ή τους αποθηκευμένους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης + κατάλ. -ίαση. Η λ., στον λόγιο τ. μυκητίασις, μαρτυρείται από το 1852 στον Θ. Ορφανίδη].