άψηφος

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄψηφος, -ον)
νεοελλ.
ανάξιος, περιφρονημένος
αρχ.
1. (για δαχτυλίδι) χωρίς ψήφο, σφραγιδόλιθο
2. μεγάλος, ισχυρός (Ησύχ.).