άψηφος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄψηφος, -ον)
νεοελλ.
ανάξιος, περιφρονημένος
αρχ.
1. (για δαχτυλίδι) χωρίς ψήφο, σφραγιδόλιθο
2. μεγάλος, ισχυρός (Ησύχ.).