έκθυμος
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
-η, -ο (AM ἔκθυμος, -ον)
Ι. αυτός που προέρχεται από ζωηρή προθυμία, εγκάρδιος («ἐκθυμος αποδοχή»)
αρχ.
εκτός εαυτού, μανιώδης
II. επίρρ. εκθύμως (AM ἐκθύμως)
ολόψυχα, εγκάρδια («αποδέχομαι εκθύμως την πρόσκληση»)
αρχ.
1. υπερβολικά, με εμπάθεια
2. ορμητικά, ριψοκίνδυνα, γενναία.