ἔνδυσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, (ἐνδύω)
A entry, coined by Pl.Cra.419c; [σελήνη] ἐν Κρόνου ἐνδύσει Alex.Trall.12.
2 = κατάδυσις, Hsch.
II putting on, ἱματίων 1 Ep.Pet.3.3; dressing, dress, LXX Es.5.1, Aristeas 96, Agatharch.57.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I abstr.
1 entrada, penetración «ὀδύνη» δὲ ἀπὸ τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένῃ ἔοικεν Pl.Cra.419c.
2 astr. ocaso, puesta de un astro Κρόνου Alex.Trall.2.579.32, cf. Hsch.
3 acción de ponerse un vestido, c. gen. ἐ. ἱματίων 1Ep.Petr.3.3
•acción de vestir o proporcionar vestimenta a alguien, c. gen. ἔ. ὀρφανῶν καὶ χηρῶν T.Iob 9.3
•hecho de ir vestido op. γυμνότης Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.215.24).
II concr. vestido κουφίζουσα τὴν ἔνδυσιν LXX Es.5.1a, cf. Ib.41.5, Aristeas 96, ἐνδύσει ... τοῖς αὐτῶν χρώμενοι δέρμασι Agatharch.57, ἔ. ... ὑφασμένη σὺν χρυσῷ T.Iob 25.7, cf. Aq.Ps.34.13, ἔνδυσιν ... κατακόπτων καὶ συρράπτων D.C.78.3.3, σχῆμα τῆς ἐνδύσεως Porph.Fr.350.33
•vestimenta, indumentaria καθεώρων ... τὰ περὶ τὴν ἔνδυσιν ... τῶν νέων Ath.550d.
German (Pape)
[Seite 836] ἡ, 1) das Hineingehen, der Eingang, τῆς λύπης Plat. Crat. 419 c. – 2) der Anzug, καὶ στρωμνή Ath. XII, 550 d; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d'entrer dans, de pénétrer dans, gén.;
2 action de se vêtir, de se couvrir.
Étymologie: ἐνδύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἔνδῠσις: εως ἡ
1 проникновение (τῆς λύπης Plat.);
2 надевание (ἱματίων NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδῠσις: -εως, ἡ, (ἐνδύω) εἴσδυσις, ὀδύνη δὲ ἀπὸ τῆς ἐνδύσεως τῆς λύπης κεκλημένῃ ἔοικεν Οκάτ. Κρατύλ. 419C. II. τὸ ἐνδύεσθαι, ἢ ἐνδύσεως ἰματίων Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, γ΄, 3· ἐνδυμασία, ἔνδυμα, ἱματισμός, τὰ περὶ τὴν ἔνδυσιν καὶ τὴν στρωμνὴν τῶν νέων Ἀθήν. 550D, Δίων Κ. 78. 33, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΜΑ΄, 5), Ἀκύλ. Ψαλμ. ΛΔ΄, 13, κτλ.
English (Strong)
from ἐνδύω; investment with clothing: putting on.
English (Thayer)
ἐνδύσεως, ἡ (ἐνδύω), a putting on, (German das Anziehen, der Anzug): τῶν ἱματίων, clothing, Athen. 12, p. 550c.; Dio Cassius, 78,3; an entering, Plato, Crat., p. 419c.).
Greek Monotonic
ἔνδῠσις: -εως, ἡ (ἐνδύομαι), ενδυμασία, ένδυμα, ντύσιμο, ρουχισμός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ἔνδῠσις, εως n [ἐνδύομαι]
a putting on, NTest.
Chinese
原文音譯:œndusij 恩-低西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在內-滑脫(著)
字義溯源:穿著衣服,著衣,穿;源自(ἐνδύω)=穿上衣服);由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(δύνω)=落下)組成,而 (δύνω)出自(δυσφημία)X*=沉)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 穿(1) 彼前3:3