ένθετος
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνθετος, -ον) εντίθημι
αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου
νεοελλ.
1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» — οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές»
2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια» — τεχνητά δόντια που εμβάλλονται και στερεώνονται στις διατηρούμενες ρίζες κατεστραμμένων δοντιών
3. (οδοντ.) το ουδ. ως ουσ. το ένθετο(ν)
χυτό μεταλλικό σφράγισμα που τοποθετείται μέσα στην οδοντική κοιλότητα, για να τήν εμφράξει και να αποκατασταθεί έτσι η ανατομική μορφή του δοντιού
4. το ουδ. ως ουσ. (γραφικές τεχν.) το ένθετο(ν)
εικόνα παρένθετη σε βιβλίο, εκτός κειμένου, όρτεξτ
μσν.
δεκτός
αρχ.
1. (για δέντρα) μπολιασμένος
2. εμβόλιμος.