ἔνθετος

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνθετος Medium diacritics: ἔνθετος Low diacritics: ένθετος Capitals: ΕΝΘΕΤΟΣ
Transliteration A: énthetos Transliteration B: enthetos Transliteration C: enthetos Beta Code: e)/nqetos

English (LSJ)

ἔνθετον,
A capable of being put in, εἰ.. ἦν ἔ. ἀνδρὶ νόημα Thgn.435; ἐξαίρετα καὶ ἔ. Orib. 49.4.80.
2 grafted, τὰ ἔ. τῶν δένδρων Hp.Nat.Puer.26.

Spanish (DGE)

-ον
1 que puede ser puesto o impuesto εἰ δ' ἦν ... ἔνθετον ἀνδρὶ νόημα si el carácter pudiera ser impuesto en el hombre Thgn.435, ἐξαίρετα καὶ ἔ. que se quita y se pone, de quita y pon de ciertas partes de instrumentos quirúrgicos, Orib.49.5.22, 33.6.
2 agr. injertado τὰ ἔνθετα τῶν δενδρέων Hp.Nat.Puer.26.

German (Pape)

[Seite 842] eingesetzt, eingelegt, eingepflanzt, od. einzupflanzen; εἰ δ' ἦν ποιητόν τε καὶ ἔνθετον νόημα, οὔποτ' ἂν ἐξ ἀγαθοῦ πατρὸς ἔγεντο κακός Theogn. 435, u. Sp.; τὰ ἔνθετα τῶν δένδρων, gepfropfte Bäume, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
introduit, inséré.
Étymologie: ἐντίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθετος: -ον, (ἐντίθημι) ὃν δύναταί τις νὰ ἐνθέσῃ, εἰ δ’ ἦν ποιητόν τε καὶ ἔνθετον ἀνδρὶ νόημα, οὔποτ’ ἂν ἐξ ἀγαθοῦ πατρὸς ἐγένετο κακὸς Θέογν. 435.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνθετος, -ον) εντίθημι
αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπου
νεοελλ.
1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» — οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα του πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές»
2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια» — τεχνητά δόντια που εμβάλλονται και στερεώνονται στις διατηρούμενες ρίζες κατεστραμμένων δοντιών
3. (οδοντ.) το ουδ. ως ουσ. το ένθετο(ν)
χυτό μεταλλικό σφράγισμα που τοποθετείται μέσα στην οδοντική κοιλότητα, για να τήν εμφράξει και να αποκατασταθεί έτσι η ανατομική μορφή του δοντιού
4. το ουδ. ως ουσ. (γραφικές τεχν.) το ένθετο(ν)
εικόνα παρένθετη σε βιβλίο, εκτός κειμένου, όρτεξτ
μσν.
δεκτός
αρχ.
1. (για δέντρα) μπολιασμένος
2. εμβόλιμος.

Greek Monotonic

ἔνθετος: -ον (ἐντίθημι), τοποθετημένος, βαλμένος, φυτεμένος, εμφυτευμένος, μπηγμένος, καρφωμένος, σε Θέογν.

Middle Liddell

ἔνθετος, ον ἐντίθημι
put in, implanted, Theogn.