ένθηρος

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183

Greek Monolingual

ἔνθηρος, -ον (Α) θηρ
1. (για τόπο) ο γεμάτος θηρία, άγρια ζώα («ἐν τοῖς μάλιστα ἐνθηροτάτοις χωρίοις», Αιλ.)
2. μτφ. άγριος, τραχύς («ἔνθηρον τρίχα», Αισχύλ.)
3. (για μέλος του σώματος) αυτός που έχει αφορμισμένη πληγή
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνθηρον
η αγριότητα.