ἔνθηρος, -ον (Α) θηρ
1. (για τόπο) ο γεμάτος θηρία, άγρια ζώα («ἐν τοῖς μάλιστα ἐνθηροτάτοις χωρίοις», Αιλ.)
2. μτφ. άγριος, τραχύς («ἔνθηρον τρίχα», Αισχύλ.)
3. (για μέλος του σώματος) αυτός που έχει αφορμισμένη πληγή
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔνθηρον
η αγριότητα.