έποξυς

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source

Greek Monolingual

ἔποξυς, -υ (Α) οξύς
με γεύση υπόξινη.