έρρινος

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ. ένρινος.
επίρρ...
ερρίνως και -α
με τη μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < έν-ρινος (< ριν «μύτη»), με αφομοίωση του -ν- προς το -ρ-].