έρρινος

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347

Greek Monolingual

-η, -ο
βλ. ένρινος.
επίρρ...
ερρίνως και -α
με τη μύτη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < έν-ρινος (< ριν «μύτη»), με αφομοίωση του -ν- προς το -ρ-].