ίθμα
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
Greek Monolingual
ἴθμα, τὸ (Α)
στον πληθ. τὰ ἴθματα
α) ίχνη, πατήματα, βήματα
β) κίνηση
γ) τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράγωγο του ρ. εἶμι που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ι- του ρ. και επίθημα -θμα, το οποίο αποτελεί παρέκταση με -θ- της κατάλ. -μα (πρβλ. άσθμα). Η λ., σύνθετη με πρόθεση, μαρτυρείται στον τ. εἰσίθμη «είσοδος»].