ίθμα

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

ἴθμα, τὸ (Α)
στον πληθ. τὰ ἴθματα
α) ίχνη, πατήματα, βήματα
β) κίνηση
γ) τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράγωγο του ρ. εἶμι που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ι- του ρ. και επίθημα -θμα, το οποίο αποτελεί παρέκταση με -θ- της κατάλ. -μα (πρβλ. άσθμα). Η λ., σύνθετη με πρόθεση, μαρτυρείται στον τ. εἰσίθμη «είσοδος»].