αίθε

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

Greek Monolingual

αἴθε (Α)
επικός τύπος αντί εἴθε
«αἴθὄφελες» (Ιλ. Α 415).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. αἰ].