αβρότιμος

From LSJ

φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source

Greek Monolingual

ἁβρότιμος, -ον (Α)
ακριβός και κομψός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁβρὸς + τιμή.