αγαθό
From LSJ
Greek Monolingual
το (Α ἀγαθόν) (ουδ. εν. του επιθ. αγαθός ως ουσ.)
1. ευλογία, ωφέλεια, κέρδος
2. (με ηθική σημ.) το καλό, η αρετή
3. (φιλοσ.) το καλό σε αντιδιαστολή με το κακό, αυτό που επιτάσσει η ηθική
4. (οικον.) οτιδήποτε αποτελεί καρπό εργασίας και ικανοποιεί μια ατομική ή συλλογική ανάγκη
αρχ.
(ως έκφραση στοργής σε μωρό) αγάπη μου! θησαυρέ μου!