αγγειό

From LSJ

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source

Greek Monolingual

το
1. οικιακό σκεύος, δοχείο
2. ουροδοχείο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρχ. ἀγγεῖον.