αγησίλαος

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source

Greek Monolingual

ἀγησίλαος, ο (Α)
(επίθ. του Άδη) αυτός που οδηγεί τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγησι-, δωρ. τ. (αττ. ιων. ἥγησις) + λαός. Η ψίλωση του τύπου δυσερμήνευτη
πιθ. να προήλθε ανομοιωτικά προς το σ που ακολουθούσε και που σε ορισμένες διαλέκτους (Λακωνική) μπορούσε να εξελιχθεί σε δασύ φθόγγο (ΗΑΓΕΗΙΛΑΣ)].