αγκαθένιος

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο αγκάθι
καμωμένος από αγκάθια.