αγκαθιά

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

η αγκάθι
1. τόπος γεμάτος αγκάθια
2. εκδορά, γρατζούνισμα από αγκαθωτό φυτό
3. ονομασία διαφόρων ειδών αγκαθωτών φυτών.