αγοροφέρνω

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source

Greek Monolingual

(για κορίτσια) μοιάζω με αγόρι ή συμπεριφέρομαι σαν αγόρι.