αγουροθάνατος

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

ο
1. ως ουσ. ο ξαφνικός ή βίαιος θάνατος
2. ως επίθ. αυτός που πέθανε πριν την ώρα του.