αγουροθάνατος

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ο
1. ως ουσ. ο ξαφνικός ή βίαιος θάνατος
2. ως επίθ. αυτός που πέθανε πριν την ώρα του.